μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken
οὐλόθυμος, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) αυτός που σκέπτεται ολέθρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + θυμός (πρβλ. μεγαλόθυμος)].