ουρανής

From LSJ

σταγόνες ὕδατος πέτρας κοιλαίνουσιν → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source

Greek Monolingual

-ιά, -ί
1. αυτός που έχει το χρώμα του ουρανού, γαλάζιος
2. το ουδ. ως ουσ. το ουρανί
το γαλάζιο χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανός + κατάλ. -ής (πρβλ. θαλασσής)].