Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ουρανόχρωμος

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει το χρώμα του ουρανού, ουρανόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + χρώμα].