οφίδιο

From LSJ

Νύμφη δ' ἄπροικος οὐκ ἔχει παρρησίαν → Sine dote nupta ius loquendi non habet → Doch ohne Mitgift hat die Braut kein Rederecht

Menander, Monostichoi, 371

Greek Monolingual

και οφείδιο, το (Α ὀφίδιον και ὀφείδιον) όφις
(υποκορ. του όφις) μικρό φίδι
νεοελλ.
στον πληθ. τα οφίδια
υπόταξη λεπιδωτών ερπετών που περιλαμβάνει τα φίδια
αρχ.
είδος ψαριού.