οφθαλμίζω

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ὀφθαλμίζω (ΑΜ) οφθαλμός
μσν.
(σχετικά με δένδρο) εμβολιάζω, μπολιάζω
αρχ.
παθ. ὀφθαλμίζομαι
α) (για δένδρο) ενοφθαλμίζομαι, εμβολιάζομαι
β) κοσμούμαι με πολύτιμους λίθους
γ) πάσχω από οφθαλμία.