οφθαλμαλγία

From LSJ

οὖρος ὀφθαλμῶν ἐμῶν αὐτῇ γένοιτ' ἄπωθεν ἑρπούσῃ → let a fair wind be with her as she goes from my sight, let her go as quick as may be

Source

Greek Monolingual

η
πόνος ή νευραλγία του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. ophtalmalgie (< οφθαλμός + άλγος). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].