τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
ο (ΑΜ ὀχευτής, Α θηλ. ὀχεύτρια) οχεύωαρσενικό ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική μίξη με θηλυκό, επιβήτορας, βατευτήςαρχ.μτφ. (για πρόσ.) ακόλαστος, ασελγής.