οχλοάρεσκος
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
ὀχλοάρεσκος, ὁ (Α)
αυτός που προσπαθεί να είναι αγαπητός στον λαό με κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + ἀρέσκω / ἀρέσκομαι].
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
ὀχλοάρεσκος, ὁ (Α)
αυτός που προσπαθεί να είναι αγαπητός στον λαό με κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος + ἀρέσκω / ἀρέσκομαι].