οψοποιός

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416

Greek Monolingual

ὀψοποιός, ὁ (ΑΜ)
άτομο που παρασκευάζει όψα, μάγειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον + -ποιός].