λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
ὀψοποιός, ὁ (ΑΜ)άτομο που παρασκευάζει όψα, μάγειρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον + -ποιός].