οψοποιός

From LSJ

τύχας ὀνησίμους γαίας ἐξαμβρῦσαιcause happiness to spring forth from the earth

Source

Greek Monolingual

ὀψοποιός, ὁ (ΑΜ)
άτομο που παρασκευάζει όψα, μάγειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον + -ποιός].