οψοποιός

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

ὀψοποιός, ὁ (ΑΜ)
άτομο που παρασκευάζει όψα, μάγειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον + -ποιός].