οἰκηΐως

From LSJ

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source

Greek (Liddell-Scott)

οἰκηΐως: οἰκείως, Ἐπιγραφ. Δήλ. 118, 13.