οἰκοτριβικός
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοτρῐβικός: ἡ, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς οἰκότριβα, Γλωσσ.
German (Pape)
ή, όν, den οἰκότριψ betreffend.
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
οἰκοτρῐβικός: ἡ, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς οἰκότριβα, Γλωσσ.
ή, όν, den οἰκότριψ betreffend.