οἰχῶρος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰχῶρος Medium diacritics: οἰχῶρος Low diacritics: οιχώρος Capitals: ΟΙΧΩΡΟΣ
Transliteration A: oichō̂ros Transliteration B: oichōros Transliteration C: oichoros Beta Code: oi)xw=ros

English (LSJ)

οἰκουρός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

οἰχῶρος: «οἰκουρὸς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

οἰχῶρος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «οἰκουρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -ωρος (< ὅρος < ὁρῶ). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].