οἴνωτρον

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴνωτρον Medium diacritics: οἴνωτρον Low diacritics: οίνωτρον Capitals: ΟΙΝΩΤΡΟΝ
Transliteration A: oínōtron Transliteration B: oinōtron Transliteration C: oinotron Beta Code: oi)/nwtron

English (LSJ)

χάρακα, ᾗ τὴν ἄμπελον ἱστᾶσι (Dorian), Hsch.

Greek Monolingual

οἴνωτρον και οἴνωθρον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Δωριείς) «χάρακα, ἧ τὴν ἄμπελον ἱστᾱσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + επίθημα -(ω)τρον, κατά τα ουσ. σε -τρον από ρήματα σε -όω (πρβλ. σάρωτρον, φίμωτρον)].

German (Pape)

τό, der Weinpfahl, nach Hesych. dor.