πήσσω

From LSJ

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήσσω Medium diacritics: πήσσω Low diacritics: πήσσω Capitals: ΠΗΣΣΩ
Transliteration A: pḗssō Transliteration B: pēssō Transliteration C: pisso Beta Code: ph/ssw

English (LSJ)

Att. πήττω, later form for πήγνυμι, LXX Si.14.24, Ph.1.420, Dsc.4.188, Arr.Epict.1.19.4, S.E.M.9.247, (κατα-) Str.4.3.5, D.H.3.22: impf. ἔπησσον Satyr.1:—Pass. πήττομαι Antig.Mir.174, Str.13.4.14, 7.3.18 (συμ-).

German (Pape)

[Seite 611] attisch -ττω, = πήγνυμι; πηλόν, S. Emp. adv. phys. 1, 217; Diosc. u. a. Sp. S. περιπ.

Russian (Dvoretsky)

πήσσω: атт. πήττω Sext. = πήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

πήσσω: Ἀττ. πήττω, (κοινῶς «πήζω») μεταγεν. τύπος τοῦ πήγνυμι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 247, (κατα-) Στράβ. 194, Διον. Ἁλ. 3. 22· παρατ. ἔπησσον Ἀθήν. 534C. ― Παθ., πήττομαι Στράβ. 629, πρβλ. 307. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 162 κἑξ.

Greek Monolingual

και αττ. τ. πήττω Α
βλ. πήγνυμι.