παγούρι

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

το (Μ παγούριον) πάγουρος
φορητό δοχείο νερού που χρησιμοποιείται κυρίως από τους οδοιπόρους και τους στρατιώτες
νεοελλ.
καρκίνος, καβούρι.