παγούρι
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
το (Μ παγούριον) πάγουρος
φορητό δοχείο νερού που χρησιμοποιείται κυρίως από τους οδοιπόρους και τους στρατιώτες
νεοελλ.
καρκίνος, καβούρι.