παιγνίδιον
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
German (Pape)
[Seite 438] τό, = παίγνιον, der Form nach dim., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παιγνίδιον: τό, παιδιά, κωμικὴ παράστασις, Λέων Γραμμ. 531, 360, 14, Λεόντ. Κύπρ. 1716C, Μαλαλ. 314, 16.