παιδούς

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source

Greek Monolingual

παιδοῦς, -οῦσσα και -οῦσα, -οῦν και παιδόεις, -όεσσα, -όεν (ΑΜ)
1. αυτός που έχει άφθονα παιδιά
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παιδοῦσα
η έγκυος γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -όεις / -οῦς].