παμμέγιστος

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait grand.
Étymologie: Sp. de παμμέγας.

Greek Monolingual

-η, -ο
πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, πελώριος.

German (Pape)

superl. zu πάμμεγας.