πανέσχατος
From LSJ
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
English (LSJ)
πανέσχατον, last of all, A.R.4.308.
German (Pape)
[Seite 459] der allerletzte, Ap. Rh. 4, 308.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνέσχᾰτος: -ον, ἔσχατος πάντων, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 308.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) ο τελευταίος από όλους, ο ύστατος όλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἔσχατος.