πανδαίσιον

From LSJ

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source

Greek (Liddell-Scott)

πανδαίσιον: τό, ἴδε πανδαισία.

Greek Monolingual

το, Α
(κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «πανδαισία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του πανδαισία, με αλλαγή γένους].

German (Pape)

τό, = πανδαισία, πανδαίσια λόγων, Agath. proœm. Anth. 2.