Ὄττω τις ἔραται → Whatever one loves best | Whom you desire most
και παντέρμος, -η, -ο / παντέρημος, -ον, ΝΜ1. εντελώς έρημος ή εγκαταλελειμμένος2. τελείως μόνος, ολομόναχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ἔρημος].