παντέρημος
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
Greek Monolingual
και παντέρμος, -η, -ο / παντέρημος, -ον, ΝΜ
1. εντελώς έρημος ή εγκαταλελειμμένος
2. τελείως μόνος, ολομόναχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ἔρημος].