παντέρημος
From LSJ
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
Greek Monolingual
και παντέρμος, -η, -ο / παντέρημος, -ον, ΝΜ
1. εντελώς έρημος ή εγκαταλελειμμένος
2. τελείως μόνος, ολομόναχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ἔρημος].