παρέκφορος

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

ό
ναυτ. ο δεύτερος έκφορος τών δολώνων, το φάλτσο μαντιζέλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + έκφορος «σχοινί που χρησιμοποιείται για τη συστολή και διαστολή τών ιστίων». Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].