φάλτσο

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

και φάλσο, το, Ν
1. η τονική παρέκκλιση από το σωστό τονικό ύψος
2. λάθος, σφάλμα
3. φαλτσαστέκα
4. (στο ποδόσφ.) φαλτσάρισμα
5. στον πληθ. τα φάλτσα
τα δερμάτινα τεμάχια που απομένουν μετά το κόψιμο του πτερνίτη, του τακουνιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. falso «λανθασμένος, ψευδής, παραποιημένος»].