παραδόπιστος

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που λατρεύει το χρήμα, ο υπερβολικά φιλοχρήματος, φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράδες + -πιστος (< πίστη)].