παραθεωρώ

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
μσν.
εκτρέπομαι
αρχ.
1. παραβάλλω, συγκρίνω
2. κρατώ κάτι στο μυαλό μου
3. παρατηρώ κάτι επιπόλαια.