παραθεωρώ

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

-έω, ΜΑ
μσν.
εκτρέπομαι
αρχ.
1. παραβάλλω, συγκρίνω
2. κρατώ κάτι στο μυαλό μου
3. παρατηρώ κάτι επιπόλαια.