παρακελευστής

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακελευστής Medium diacritics: παρακελευστής Low diacritics: παρακελευστής Capitals: ΠΑΡΑΚΕΛΕΥΣΤΗΣ
Transliteration A: parakeleustḗs Transliteration B: parakeleustēs Transliteration C: parakelefstis Beta Code: parakeleusth/s

English (LSJ)

παρακελευστοῦ, ὁ, one who calls out to or encourages, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 482] ὁ, Zurufer, Ermunterer (?).

Greek (Liddell-Scott)

παρακελευστής: -οῦ, ὁ, παρακελευόμενος, ὁ παραθαρρύνων διὰ τῆς φωνῆς, προτρέπων, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ὁ, Α παρακελεύομαι
αυτός που παρακινεί, που προτρέπει, που δίνει θάρρος με τον λόγο του.