παραμυκώμαι
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
-άομαι, Α
μυκώμαι κοντά σε κάποιον ή ως απάντηση σε κάτι («βρυχία δ' ἠχὼ παραμυκᾱται βροντῆς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μυκῶμαι «γκαρίζω»].