παραμυκώμαι

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source

Greek Monolingual

-άομαι, Α
μυκώμαι κοντά σε κάποιον ή ως απάντηση σε κάτι («βρυχία δ' ἠχὼ παραμυκᾱται βροντῆς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + μυκῶμαι «γκαρίζω»].