Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραπέτο

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418

Greek Monolingual

το
1. χαμηλό προστατευτικό τείχισμα, στηθαίο γέφυρας, δρόμου, παραθύρου κ.λπ.
2. ναυτ. δρύφακτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. parapeto (< παρα- + petto «στήθος», πρβλ. λ. πέτο)].