παραπέτο

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source

Greek Monolingual

το
1. χαμηλό προστατευτικό τείχισμα, στηθαίο γέφυρας, δρόμου, παραθύρου κ.λπ.
2. ναυτ. δρύφακτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. parapeto (< παρα- + petto «στήθος», πρβλ. λ. πέτο)].