παρεξωθέω
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
push along sideways, Arist.Mu.395b31 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 517] (ὠθέω), daneben herausstoßen, treiben, Sp, παρεξωσθέν Arist. de mund. 4 M.
Greek (Liddell-Scott)
παρεξωθέω: ἐξωθῶ πλαγίως, Ἀριστ. περὶ Κόσμ. 4, 29, ἐν τῷ παθητ.
Russian (Dvoretsky)
παρεξωθέω: (part. pass. παρεξωσθείς) сталкивать, сдвигать (εἴς τι Arst.).