ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
και πελός, -ή, -ότρελός, παλαβός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀπολωλώς, μτχ. του ἀπόλλυμι (πρβλ. και λ. παλαβός)].