πελελός

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source

Greek Monolingual

και πελός, -ή, -ό
τρελός, παλαβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀπολωλώς, μτχ. του ἀπόλλυμι (πρβλ. και λ. παλαβός)].