παλαβός

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ανισόρροπος, τρελός
2. ανόητος, ασύνετος
3. παράτολμος, ριψοκίνδυνος
4. παράφορα ερωτευμένος.
επίρρ...
παλαβά
με παλαβό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαλός < ἀπολωλός, μτχ. του ἀπόλλυμαι. Κατ' άλλους το επίθ. έχει προέλθει από το ουσ. παλάβρα (παλάβρα > παλάβια > παλαβιός > παλαβός, πρβλ. τύφλα > τυφλός) ενώ, σύμφωνα με άλλη άποψη, από τον αρχ. διαλ. τ. πάλαος (βλ. λ. παλαιός)].