πεπαιδευμένος
From LSJ
παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνω → disgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep
English (Woodhouse)
(see also: παιδεύω) cultured, educated
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που απέκτησε ανώτερη μόρφωση, μορφωμένος. βλ. παιδεύω. Επιρ. πεπαιδευμένως Α
με τρόπο που αρμόζει σε μορφωμένο άνθρωπο, κοσμίως.