περάαν
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
French (Bailly abrégé)
inf. prés. épq. de περάω¹;
inf. f. épq. de περάω².
Russian (Dvoretsky)
περάαν:
I эп. inf. к περάω I.
περάᾱν: II эп. (= περάσειν) inf. fut. к περάω II.
Greek (Liddell-Scott)
περάαν: περάασκε, ἴδε ἐν λ. περάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περάαν ep. inf. praes. act. van περάω.
περάαν ep. inf. fut. act. van πέρνημι.