περίγελο

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

και περιγέλιο και περγέλιο, το, Ν
ο περίγελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. περιγελώ].