περίδερμα

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

το, ΝΑ
νεοελλ.
1. βοτ. σύνθετος προστατευτικός ιστός δευτερογενούς προέλευσης που αντικαθιστά την επιδερμίδα στον βλαστό και στη ρίζα τών φυτών τα οποία εμφανίζουν δευτερογενή αύξηση και ο οποίος δημιουργείται συχνά και σε περιπτώσεις τραύματος ή γενικότερα σε περιοχές που έχουν εκτεθεί πρόσφατα στην ατμόσφαιρα, εμποδίζοντας έτσι την είσοδο τών παθογόνων παραγόντων στο φυτικό σώμα
2. ζωολ. επιδερμίδιο που καλύπτει το υδρόκαυλο τών αποικιακών γυμνοβλαστικών υδροζώων
αρχ.
πιθ. είδος άνθους.