προστατευτικός
English (LSJ)
προστατευτική, προστατευτικόν, of or for exercising authority, Poll. 1.178.
German (Pape)
[Seite 781] ή, όν, zum Vorsteher gehörig.
Greek (Liddell-Scott)
προστᾰτευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἐξάσκησιν ἐξουσίας, Πολυδ. Α', 178.
Greek Monolingual
-ή, -ό / προστατευτικός, -ή, -όν, ΝΑ προστατεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτόν που προστατεύει, σε προστάτη («προστατευτική διάθεση»)
νεοελλ.
1. αυτός που αποβλέπει σε προστασία, που έχει ως σκοπό την προστασία («προστατευτικό κάλυμμα»)
2. φρ. α) «προστατευτικός ιστός»
βοτ. επιφανειακός φυτικός ιστός που εξασφαλίζει την προστασία του φυτού από την εξάτμιση, τον παγετό, τα αρπακτικά κ.ά. βλαπτικούς παράγοντες, αλλ. καλυπτήριος ιστός
β) «προστατευτικοί δασμοί» — δασμοί που επιβάλλονται συχνά για την τόνωση της παραγωγής σε μια χώρα η οποία υποφέρει από ύφεση ή στασιμότητα
γ) «προστατευτική πολιτική» — η λήψη μέτρων οικονομικής πολιτικής που αποβλέπουν στην προστασία, γενικά, της εγχώριας οικονομίας ή ενός κλάδου της.