περδικάκι

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

το πέρδικα
1. υποκορ. του πέρδικα, μικρή πέρδικα
2. νεοσσός πέρδικας, περδικόπουλο
3. κοινή ονομασία του φυτού παριετάρια.