περδικάκι

From LSJ

Greek Monolingual

το πέρδικα
1. υποκορ. του πέρδικα, μικρή πέρδικα
2. νεοσσός πέρδικας, περδικόπουλο
3. κοινή ονομασία του φυτού παριετάρια.