ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
το πέρδικα1. υποκορ. του πέρδικα, μικρή πέρδικα2. νεοσσός πέρδικας, περδικόπουλο3. κοινή ονομασία του φυτού παριετάρια.