ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
το πέρδικα1. υποκορ. του πέρδικα, μικρή πέρδικα2. νεοσσός πέρδικας, περδικόπουλο3. κοινή ονομασία του φυτού παριετάρια.