περιβάλλουσα

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source

Greek Monolingual

η, Ν περιβάλλω
μαθημ. καμπύλη ή επιφάνεια που περιβάλλει όλες τις καμπύλες ή τις επιφάνειες οι οποίες παριστάνονται από μια εξίσωση, όταν η παράμετρος που υπάρχει σε αυτή την εξίσωση λαμβάνει όλες τις δυνατές τιμές (α. «περιβάλλουσα επιφανείας» β. «περιβάλλουσα στρεβλής καμπύλης» γ. «περιβάλλουσα επίπεδης καμπύλης»).