περιβολάρης

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

και περβολάρης, ο, θηλ. περιβολάρισσα και περβολάρισσα, η, Ν
1. ο εργαζόμενος σε περιβόλι, αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, κηπουρός
2. παροιμ. «νά 'μουνα το χειμώνα φούρναρης και το καλοκαίρι περιβολάρης» — λέγεται για τους τεμπέληδες και για όσους θέλουν να έχουν εργασία χωρίς πολύ κόπο και μόχθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. περιβόλι + κατάλ. -άρης (πρβλ. νοικάρης)].