περιδινώ
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
Greek Monolingual
-έω, ΝΜΑ
1. περιστρέφω γρήγορα κάτι, στροβιλίζω («τυφὼν ἐπιγενόμενος καὶ περιδινήσας τὴν ναῡν», Λουκιαν.)
2. πάπ. περιδινούμαι, -έομαι
υφίσταμαι περιδίνηση, στροβιλίζομαι
(αρχ,) μέσ. περιδιαβάζω, στριφογυρνώ εδώ κι εκεί («εἶτα τὸ δειλινὸν περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω»].