στροβιλίζω

From LSJ

αὐτὸς γὰρ εὗρε τοῦ κακοῦ τὴν πιτύαν → he asked for trouble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβῑλίζω Medium diacritics: στροβιλίζω Low diacritics: στροβιλίζω Capitals: ΣΤΡΟΒΙΛΙΖΩ
Transliteration A: strobilízō Transliteration B: strobilizō Transliteration C: strovilizo Beta Code: strobili/zw

English (LSJ)

twist about, αὐχένα AP6.94 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 954] wie στροβέω, στρέφω, dr, hen, hin und her drehen, αὐχένα Philp. 6 (VI, 94).

French (Bailly abrégé)

tourner de côté et d'autre.
Étymologie: στρόβιλος.

Russian (Dvoretsky)

στροβῑλίζω: поворачивать, вращать (αὐχένα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

στροβῑλίζω: περιστρέφω, στρέφω ὁλόγυρα, στρηφογυρίζω, αὐχένα Ἀνθ. Π. 6. 94.

Greek Monolingual

ΝΑ στρόβιλος
στρέφω κάτι ολόγυρα σαν σβούρα, το περιστρέφω, το στριφογυρίζω
νεοελλ.
μέσ. στροβιλίζομαι
χορεύω κάνοντας συνεχείς στροφές, διαγράφοντας κύκλους.

Greek Monotonic

στροβῑλίζω: μέλ. -σω, περιστρέφω, περιδινίζω, στριφογυρίζω, σε Ανθ.

Middle Liddell

στροβῑλίζω, fut. -σω
to twist about, Anth.