περικλάζω

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικλάζω Medium diacritics: περικλάζω Low diacritics: περικλάζω Capitals: ΠΕΡΙΚΛΑΖΩ
Transliteration A: periklázō Transliteration B: periklazō Transliteration C: periklazo Beta Code: perikla/zw

English (LSJ)

make a noise round, αἰετὸν… π. κολοιοί Tryph.249.

German (Pape)

[Seite 579] (s. κλάζω), rings umher lärmen, Tryphiod. 249.

Greek (Liddell-Scott)

περικλάζω: κλάζω, κράζω περί τινα, αἰετὸν ... περικλάζουσι κολοιοὶ (ἐν τοῖς βιβλίοις περικράζουσι) Τρυφιόδ. (γράφε Τριφ.) 249.

Greek Monolingual

Α
κράζω, θορυβώ ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλάζω «παράγω ήχο διαπεραστικό, κράζω»].