περικυκλώ
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
Greek Monolingual
(I)
-έω, ΜΑ κυκλώ, -έω]]
μσν.
1. περιβάλλω από όλες τις πλευρές, περικυκλώνω
2. περιβάλλω με τους βραχίονες, αγκαλιάζω
αρχ.
1. κινώ κυκλικά, ολόγυρα, περιστρέφω
2. παθ. περικυκλοῦμαι, -έομαι
κυμαίνομαι.
(II)
-όω, ΜΑ
βλ. περικυκλώνω.