περιμάκης

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιμάκης Medium diacritics: περιμάκης Low diacritics: περιμάκης Capitals: ΠΕΡΙΜΑΚΗΣ
Transliteration A: perimákēs Transliteration B: perimakēs Transliteration C: perimakis Beta Code: perima/khs

English (LSJ)

Dor. for περιμήκης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιμᾱ́κης Dor. voor περιμήκης.

Russian (Dvoretsky)

περιμάκης: (ᾱ) дор. = περιμήκης.

Greek (Liddell-Scott)

περιμάκης: Δωρ. ἀντὶ περιμήκης.

Greek Monolingual

-ίμακες, Α
βλ. περιμήκης.

Greek Monotonic

περιμάκης: [ᾱ], Δωρ. αντί περι-μήκης.